παραδοχή

παραδοχή
η / δωρ. τ. παραδοχά, ΝΑ
νεοελλ.
το να παραδέχεται κανείς κάτι, η συμφωνία για κάτι ότι είναι σωστό ή αληθινό
αρχ.
1. το να λαμβάνει κάποιος κάτι, η αποδοχή, η παραλαβή
2. αντίληψη
3. κληρονομική μεταβίβαση, προγονική παράδοση («πατρίους παραδοχὰς ἅς θ' ὁμήλικας χρόνῳ κεκτήμεθα», Ευρ.)
4. επιδοκιμασία, συγκατάθεση σε κάτι («αἵρεσιν καὶ παραδοχὴν τῶν τοιούτων ὑπομνημάτων», Πολ.)
5. γραμμ. αποδοχή χρήσης ενός τύπου
6. εγγραφή σε κατάλογο προσώπων τα οποία γίνονται αποδεκτά σε κάτι
7. επιτρεπόμενη πίστωση ή έκπτωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + -δοχή (< δέχομαι), πρβλ. κατα-δοχή, υπο-δοχή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παραδοχῇ — παραδοχή reception fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδοχή — reception fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδοχή — η συγκατάθεση, συμφωνία, αποδοχή: Η παραδοχή των σφαλμάτων μας είναι πράξη γενναία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραδοχῆι — παραδοχῇ , παραδοχή reception fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδοχαί — παραδοχή reception fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδοχῆς — παραδοχή reception fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδοχήν — παραδοχή reception fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… …   Dictionary of Greek

  • ανάλυση — Η διάλυση μιας σύνθετης ουσίας στα συστατικά της· το λιώσιμο μιας ουσίας· η διαίρεση του λόγουσε στοιχεία και η εύρεση της μεταξύ τους σχέσης· λεπτομερειακή έκθεση των στοιχείων μιας θεωρίας ή ενός φιλοσοφικού συστήματος· η μελέτη των στοιχείων… …   Dictionary of Greek

  • διαλεκτική — Η «τέχνη του διαλέγεσθαι» κατά την ετυμολογία του όρου. Γενικότερα ο όρος δ. υποδηλώνει την αντιπαραβολή των αντιθέσεων και την ανάπτυξη του διαλόγου τους, με αποτέλεσμα την άρση, την εναρμόνιση ή τη νέα σύνθεσή τους. Η δ. υπήρξε μέθοδος τόσο των …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”